- σακέλλιον
- (I)και σακέλιον, τὸ, Α(με υποκορ. σημ.) (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μικρή ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος «ασπίδα» + κατάλ. -έλλ-ιον (< λατ. κατάλ. -ella), πρβλ. σκουτ-έλλιον].————————(II)τὸ, Αβαλάντιο, πουγγί.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός σάκος, βαλάντιο»].
Dictionary of Greek. 2013.